κάνονας

κάνονας
(Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες μαθηματικοί –ακολουθώντας την πλατωνική αντίληψη– θωρούσαν ως τα μόνα επιτρεπτά στη γεωμετρία. Όταν λέγεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες γεωμέτρες δεν πέτυχαν να λύσουν τα περίφημα τρία προβλήματα (τον τετραγωνισμό του κύκλου, την τριχοτόμηση της γωνίας και το δήλιο πρόβλημα διπλασιασμού του κύβου), εννοείται ότι δεν τα έλυσαν χρησιμοποιώντας μόνο τον κ. και τον διαβήτη (σήμερα είναι γνωστό ότι τα προβλήματα αυτά δεν είναι επιλύσιμα μόνο με τον κ. και τον διαβήτη).
* * *
ο
εκκλησιαστική ποινή σε πιστό, επιτίμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με σύντμηση < νομο-κάνονας*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάνονας — κάνονας, ο και κανόνας, ο εκκλησιαστική ποινή που επιβάλλεται σ αυτόν που αμάρτησε: Έκανε τον κάνονά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • κανόνας — ο 1. χάρακας: Πρέπει να χρησιμοποιείτε τον κανόνα για τις ευθείες γραμμές. 2. κριτήριο ή μέτρο πραγμάτων ή πράξεων: Ο Χριστός μας έδωσε κανόνα ζωής. 3. γενική αρχή, νόμος: Για την παραγωγή της πρότασης αυτής εφαρμόζονται τρεις γραμματικοί κανόνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανόνας — κανών straight rod masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκλόγκερ, κανόνας του- — Κανόνας της οικολογίας, σύμφωνα με τον οποίο τα ζώα που έχουν συνηθίσει να ζουν σε υγρά περιβάλλοντα χαρακτηρίζονται από πιο έντονα χρώματα σε σχέση με άλλα που ανήκουν στο ίδιο είδος, αλλά ζουν σε πιο ξηρό περιβάλλον. Ο κανόνας αυτός… …   Dictionary of Greek

  • λογαριθμικός κανόνας — Όργανο που βασίζεται στις ιδιότητες των λογαρίθμων, με το οποίο εκτελούνται γρήγορα υπολογισμοί, με ικανοποιητική ακρίβεια στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι υπολογισμοί εκτελούνται με τη βοήθεια διαφόρων λογαριθμικών κλιμάκων, με τις οποίες είναι …   Dictionary of Greek

  • δεξιού χεριού, κανόνας — Μνημονικός κανόνας για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης του επαγωγικού ρεύματος σε έναν αγωγό που κινείται σε μαγνητικό πεδίο. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τοποθετούμε τον αντίχειρα, τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού κατά τέτοιο… …   Dictionary of Greek

  • Μπέργκμαν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τα ομοιόθερμα ζώα των βορειότερων, άρα και πιο ψυχρών περιοχών είναι γενικά πιο μεγαλόσωμα από τα ζώα του ίδιου είδους… …   Dictionary of Greek

  • Άλεν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους ορισμένων σωματικών τμημάτων των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος όπουν ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, μία από τις προσαρμοστικές μεταβολές τις οποίες υφίστανται τα ομοιόθερμα ζώα που ζουν σε… …   Dictionary of Greek

  • Παρακλητικός κανόνας — Θρηνητικοί ύμνοι γραμμένοι στη συνηθισμένη μορφή των υμνογραφικών κανόνων. Συνοδεύονται από καθίσματα, από στίχους και άλλα τροπάρια, με τα οποία αποτελούν μικρή παρακλητική ακολουθία που ψάλλεται στους ναούς ή στα σπίτια. Με αυτά επιδιώκεται η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”